- ανομιμοποίητος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν έχει νομιμοποιηθεί, νόμιμα αναγνωριστεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανομιμοποίητος — η, ο ο μη αναγνωρισμένος, μη επικυρωμένος από τον νόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + νομιμοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον συγγραφέα και πολιτικό Σπυρίδωνα Τρικούπη] … Dictionary of Greek